Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Τα «Νομοκανονικά» περί εκκλησιαστικής περιουσίας. Συγκριτική θεώρηση των διαφορετικών νομικών καθεστώτων στις Εκκλησίες της Κύπρου και Ελλάδος - Kυκλοφορήθηκε το νέο τεύχος 1/2024

 



Του Χάρη Ανδρεόπουλου*

Με αφιέρωμα στην Ημερίδα που συνδιοργάνωσαν η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου με θέμα «Η Εκκλησιαστική περιουσία στις Εκκλησίες Κύπρου και Ελλάδος: Συγκριτική θεώρηση» κυκλοφορήθηκε το νέο τεύχος (1/2024) της εξαμηνιαίας Επιθεωρήσεως Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου (τα) «Νομοκανονικά».

Η Ημερίδα που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Χρυστοστόμου Β΄ πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στη Κυπριακή πρωτεύουσα με κεντρικό θεματικό άξονα τη συγκριτική θεώρηση ενός μείζονος ζητήματος, εκείνου της εκκλησιαστικής περιουσίας στο σύνολό της, μεταξύ δύο ομοδόξων και ομογλώσσων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες, όμως, διαφέρουν ριζικά στο εσωτερικό τους δίκαιο, όπως και στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς ενεργούν εντός διαφορετικών συστημάτων σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. 

Το τεύχος προλογίζει ο ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού, ομ. καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Ιωάννης Κονιδάρης, του οποίου η δημοσιευομένη εναρκτήρια ομιλία, με θέμα «Η εκκλησιαστική περιουσία στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Απόπειρα περιθριγκώσεως μιας αχανούς θεματικής», αποτελεί το προοίμιο των επιστημονικών παρεμβάσεων της ημερίδας στη διάρκεια της οποίας ειδικοί επιστήμονες του Εκκλησιαστικού Δικαίου, νομικοί, θεολόγοι και αξιωματούχοι της Εκκλησίας της Κύπρου εξέτασαν συγκριτικά σειρά επιμέρους θεματικών.

 ΜΕΛΕΤΕΣ

 Συγκεκριμένα, σε αντίστοιχες συνεδρίες  αναλύθηκαν οι ακόλουθες ενότητες με τις σχετικές εισηγήσεις (οι οποίες και καταχωρίζονται στην ύλη του περιοδικού):

Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, «Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2022 (2η έκδοση)

 


Του Χάρη Ανδρεόπουλου*

Τη τελευταία τριετία δύο ήταν τα μεγάλα ζητήματα που προκάλεσαν τριγμούς στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Το πρώτο ήταν κατά την περίοδο της πανδημίας covid-19 όταν το Υπ. Υγείας, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων που εισηγούνταν οι αρμόδιοι επιστήμονες, συμπεριέλαβε περιοριστικά μέτρα και στην άσκηση της ελευθερίας της λατρείας, ιδίως μάλιστα στη συλλογική έκφρασή της (περιορίζοντας τον αριθμό των πιστών στους ναούς) εν όψει της προστασίας ενός άλλου, επίσης σπουδαίου, συνταγματικώς κατοχυρωμένου εννόμου αγαθού, αυτού της δημόσιας υγείας.

Το δεύτερο ζήτημα που προκάλεσε, επίσης, ένταση στις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας ήταν πρόσφατο και συγκεκριμένα αυτό που αφορούσε στη ψήφιση του νομοσχεδίου για τη θεσμοθέτηση στην ελληνική έννομη τάξη του γάμου των ομοφύλων ζευγαριών. Eπρόκειτο για μια ενέργεια η οποία από την πλευρά της κυβερνήσεως θεωρήθηκε (ιδεολογικά) επιβεβλημένη με το (πολιτικό) σκεπτικό ότι προασπίζει και διασφαλίζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντιθέτως, από την πλευρά της Εκκλησίας το περιεχόμενο της (ήδη ψηφισθείσης) διατάξεως του Υπ. Επικρατείας Άκη Σκέρτσου αποδοκιμάσθηκε εξ αρχής και καθ΄ ολοκληρίαν καθώς από θεολογικής σκοπιάς η ομοφυλοφιλία θεωρείται αμαρτία (Ρωμ. 1, 25-27), ενώ η έννοια του γάμου μπορεί να νοηθεί μόνο ως σχέση / συνάφεια άνδρα και γυναίκας. «Nuptiae sunt conjunctio maris et feminae consortium omni vitae, divini et humani juris communicatio…» (Γάμος εστίν ανδρός καί γυναικός συνάφεια, συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε καί ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία), σύμφωνα με τον επιγραμματικό ορισμό του σπουδαίου ρωμαίου νομικού του 3ου αι. μ.Χ, Μοδεστίνου περί του γάμου (Modestin, lib. I. Reg.1.1 Digest de ritu nupt 23,2), τον οποίο αποδέχεται η χριστιανική Εκκλησία και υπό την θεολογική / δογματική του διάσταση. Και οι δύο ενδεικτικές αυτές περιπτώσεις ανέδειξαν μια κρίσιμη παράμετρο που χαρακτηρίζει την αμφίθυμη σχέση Πολιτείας / Κράτους και Εκκλησίας˙ τη διαπάλη νόμων και κανόνων.

Η διαπλοκή δύo δικαίωv είvαι έvα θέμα oύτως ή άλλως ιδιαιτέρως εvδιαφέρoν, πoλύ περισσότερo όταv πρόκειται για δύo δικαιϊκά συστήματα τελείως διαφoρετικά μεταξύ τoυς, τόσο ως προς τη φύση τους, όσο και ως προς τα όρια της δεσμευτικότητάς τους όπως στηv περίπτωση τoυ δικαίoυ της Πoλιτείας (οι νόμοι της οποίας δεσμεύουν όλα τα υποκείμενα δικαίου που ευρίσκονται μέσα στα εδαφικά της όρια) και εκείνoυ των κανόνων της Ορθόδoξης Εκκλησίας (της οποίας οι κανόνες δεσμεύουν μόνο τα μέλη της, τους πιστούς της).