* Ένα σχόλιο για το «Όχι»,
μια πρόταση για το «Ναι»
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
Τριάντα χρόνια χωρίς αξιολόγηση και υπάρχουν ακόμη φωνές που
εναντιώνονται στο αυτονόητο, να αξιολογούνται δηλαδή οι Ελληνες εκπαιδευτικοί
πάσης βαθμίδος, όπως αξιολογούνται οι συνάδελφοί μας σ΄ όλες τις προηγμένες
χώρες της Ευρώπης - ακόμη και σ΄ αυτές του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού»....
Προβάλλεται ως ένταση το επιχείρημα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεισφρήσεως του
κομματισμού και έτσι η αξιολόγηση να απωλέσει την αντικειμενικότητά της.
Συμμερίζομαι κι εγώ τη σχετική ανησυχία, αλλά πιστεύω ότι μπορούμε, ως κλάδος,
να την αντιμετωπίσουμε συμβάλλοντας θετικά στη θεσμοθέτηση μέτρων που θα βάλουν
φραγμό στο σαράκι του κομματισμού. Δεν υποστηρίζω ότι το σύστημα της
αξιολόγησης που έδωσε προς διαβούλευση το υπ. Παιδείας είναι το τέλειο. Εχω και
εγώ τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες μου εαν και κατά πόσο οι συγκεκριμένες
διατάξεις - έτσι όπως τις σχεδίασε το υπ. Παιδείας και τις παρουσίασε στην
παραδοθείσα μορφή του Π.Δ. - μπορούν να καθιερώσουν την αντικειμενικότητα. Στο
κάτω – κάτω, όμως, αν δεν μας αρέσει το προτεινόμενο σύστημα, ας
αντιπροτείνουμε ένα καλύτερο, ποιοτικότερο, κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο,
ένα άλλο, εναλλακτικό σύστημα. Η στείρα άρνηση δεν μπορεί να είναι πρόταση,
πολλώ δε μάλλον αντιπρόταση. Στη σημερινή συγκυρία η άρνηση στη αξιολόγηση
αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόταση παραμονής στην ακινησία του πάτου. Η
άρνηση στο θεσμό της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών
αποτελεί μέγα σφάλμα που, ως κλάδο, μας
εκθέτει και μας προσβάλλει στα μάτια της κοινωνίας, εάν λάβουμε δε υπόψη μας
ότι διανύουμε μια εποχή κατά την οποία το μεγάλο ζητούμενο στην παρεχόμενη
εκπαίδευση είναι η ποιότητα, τότε η
άρνηση αυτή συνιστά, κατά τη γνώμη μου, πράξη άκρας υποκρισίας.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου, μπορεί (γιατί
όχι;) και στην Ελλάδα να εφαρμοσθεί ένα πλαίσιο αξιολόγησης με αρχές και
κριτήρια που διασφαλίζουν τις ελάχιστες εγγυήσεις αμεροληψίας έχοντας, κατ΄
αρχήν, ως βάση μοριοδοτούμενα αντικειμενικά κριτήρια, όπως οι σπουδές ενός
εκάστου, η παιδαγωγική κατάρτιση, οι μεταπτυχιακές σπουδές στο επιστημονικό
αντικείμενο, οι σεμιναριακές εξειδικεύσεις και επιμορφώσεις, η συμμετοχή στα
εκπαιδευτικά προγράμματα και τις δράσεις του σχολείου, ενώ η διαδικασία της
ατομικής αξιολόγησης θα μπορούσε – μια πρόταση καταθέτουμε – να έχει την εξής
μορφή:
Να εξετάζονται οι καθηγητές μέσω Η/Υ σ΄ ένα test πολλαπλών επιλογών, όπου θα
ελέγχεται η διοικητική γνώση (εκπαιδευτική νομοθεσία), η παιδαγωγική γνώση
(διδακτική) και η επιστημονική γνώση ανά αντικείμενο. Το test να είναι
πολλαπλών επιλογών, από τράπεζα θεμάτων που θα είναι γνωστή σε όλους με επαρκή
αριθμό ερωτήσεων που θα καλύπτουν τα επί μέρους θέματα. Στη τράπεζα θεμάτων θα έχει
πρόσβαση ο κάθε ένας, μέσω εγκεκριμένων επιστημονικών εγχειριδίων ελεύθερης
επιλογής καθώς και του διαδικτύου. Μέσα από αυτά τα τρία διακριτά πεδία (Διοικητική
γνώση - Παιδαγωγική γνώση - Επιστημονική γνώση) θα προκύπτει η ποσόστωση του 75%
της αξιολόγησης, στην οποία το υπόλοιπο 25% θα το καλύπτουν ο Διευθυντής της
Σχολικής μονάδας (15%) και ο Σχολικός Σύμβουλος (10%). Και επειδή στα ποσοστά αυτά
(τα επιμεριζόμενα στον Διευθυντή και στον Σχολικό Σύμβουλο) χωρούν στη αξιολογική
κρίση περιθώρια υποκειμενισμού, να είναι τα αποτελέσματα της αξιολογικής αυτής κρίσης,
όσο το δυνατόν, διαυγή, αιτιολογημένα
και τεκμηριωμένα, κάτι που ασφαλώς είναι επιστημονικά εφικτό.
Τα παραπάνω εννοείται ότι δεν μπορούν να συνδέονται με απολύσεις, μπορούν,
όμως, κατά τη γνώμη μου, να συνδέονται, σε συμβολικό, έστω, επίπεδο, με το
μισθό. Λέγοντας «συμβολικό» επίπεδο εννοούμε μια σύνδεση, η οποία θ’ αποτελεί επί της ουσίας ηθικό κίνητρο. Θα
μπορούσε, επί παραδείγματι, ο διακρινόμενος - στη συνολική, ανά τριετία,
αξιολόγηση - καθηγητής, να λαμβάνει, αφ΄ ενός μεν (και εν είδει ευφήμου μνείας
της Υπηρεσίας), αυξημένα μόρια για τη κατάληψη θέσης ευθύνης, ή επιθυμητής μετακίνησης
(μετάθεση – απόσπαση), αφ΄ ετέρου δε 20 €
παραπάνω το μήνα – και το προτείνω επειδή πιστεύω στο φιλότιμο του καθηγητή, θεωρώ
δε ότι το φιλότιμο αυτό θα πρέπει να έχει μια ελάχιστη, συμβολικού, έστω,
επιπέδου, ανταμοιβή. Ο δε αφιλότιμος (της ελάχιστης μειονότητας του κλάδου), θα
πρέπει να καταλάβει – και, κυρίως, να συνειδητοποιήσει - ότι η εποχή της
ισοπέδωσης, νομοτελειακώς, τελειώνει – κι ο καθείς ας αναλάβει, επιτέλους, τις
ευθύνες του.
* Θεωρώ – χωρίς, φυσικά, να διεκδικώ το «αλάθητον» του Πάπα - ότι οι
παραπάνω απόψεις μου απηχούν τη συνείδηση της σιωπηλής πλειοψηφίας των μαχίμων
συναδέλφων καθηγητών, οι οποίοι, ασφαλώς, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από την
αξιολόγηση. Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι ως συνειδητοί λειτουργοί και συνεπείς
επαγγελματίες εκτελούν με υπευθυνότητα τα καθήκοντά τους, όχι μόνο δεν έχουν
τίποτα να φοβηθούν, αλλ’, αντιθέτως, πιστοποιώντας την ποιότητα του έργου και
της προσφοράς τους μέσα απ’ την διαδικασία της αξιολόγησης, μπορούν από άλλη
βάση, με ισχυρότερα και πειστικότερα επιχειρήματα να διεκδικήσουν την
μισθολογική τους αναβάθμιση, αλλά και σε επίπεδο γοήτρου να ανακτήσουν το χαμένο
– εξαιτίας της ισοπέδωσης – κύρος τους στη κοινωνία. Ηλθ’ ο καιρός να γυρίσουμε
τη πλάτη στην ακινησία του πάτου και ξεπερνώντας τις φοβικές αναστολές που
καλλιεργήθηκαν επί σειρά δεκαετιών στο κλάδο μας για το θέμα της αξιολόγησης να
αφουγκραστούμε το μήνυμα που μας στέλνει η κοινωνία - να πάμε, ως κλάδος,
μπροστά. Το μπορούμε - και, κυρίως, το αξίζουμε.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής στο Γυμνάσιο και το ΓΕΛ Γαλαξιδίου. To άρθρο δημοσιεύεται στη διαδικτυακή ενημερωτική ιστοσελίδα Amfissapress.gr και στο ιστολόγιο της ΔΑΚΕ καθηγητών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου